διαφοραίνω

διαφοραίνω
διαφοραίνω (Μ)
έχω διάφορο*, κερδίζω («τινές, ὁπόταν χαλαστοῡσι, τί διαφοραίνουν ὕστερα, ὡσὰν μετανοοῡσι», Γεωργίου Αιτωλού Μύθοι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”